1 πυρηνικός
πυρηνική φυσική — ядерная физика;
πυρηνικός πόλεμος — ядерная война;
πυρηνικό όπλο — ядерное оружие;
πυρηνικές δοκιμές — ядерные испытания;
πυρηνικός αντιδραστήρας — ядерный реактор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πυρηνικός